- ξυλοκοπανίζω
- 1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοκοπανίζω — ξυλοκοπάνισα 1. χτυπώ με ξύλινο κόπανο. 2. μτφ., ξυλοκοπώ, δέρνω με ξύλινο κόπανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκοπάνισμα — το [ξυλοκοπανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν 2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ξυλοκοπώ — ξυλοκόπησα, ξυλοκοπήθηκα, ξυλοκοπημένος, δέρνω κάποιον πολύ, ξυλοκοπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)